φυλοβασιλεύς

φυλοβασιλεύς
φῡλοβᾰσῐλ-εύς, έως, ,
A a βασιλεύς chosen from each φυλή to perform sacrifices, Hesperia4.21 (Athens, iv B. C.), Arist.Ath.8.3, al., IG22.1357, Poll.8.111,120, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλοβασιλεύς — έως, ὁ, Α καθένας από τους βασιλείς τών τεσσάρων προκλεισθένειων φυλών τής Αττικής, οι οποίοι ανήκαν στα αριστοκρατικά γένη και είχαν αρχικά διοικητικές και θρησκευτικές δικαιοδοσίες, αργότερα όμως, με την ανάπτυξη τής δημοκρατίας, τα καθήκοντά… …   Dictionary of Greek

  • φυλοβασιλεῖς — φυλοβασιλεύς a masc acc pl φυλοβασιλεύς a masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФИЛОБАСИЛЕВС —    • Φυλοβασιλεύς,          см. Φυλή, Фила, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • ФИЛА —    • Φυλή,          племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… …   Реальный словарь классических древностей

  • PHRATRICA — Graece Φρατρικὰ, dicebantur in Rep. Atheniensium convivia, a tribulibus vel societatis eiusdem consortibus, amicitiae mutuae conservandae augendaeque celebrari solita. Instituta hâc fini a Solone, ut et alia quaedam, de quibus ita Athenaeus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φιλοβασιλικός — ή, ό, Ν 1. ο θιασώτης τού βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια») 2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»). ή, όν, Α [φυλοβασιλεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα… …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

  • φυλοβασιλέας — φυλοβασιλέᾱς , φυλοβασιλεύς a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”